φαβεντιανός

φαβεντιανός
-ή, -ό
βλ. φαγεντιανός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαβεντιανός — ή, ό, Ν 1. αυτός που προέρχεται από την Φαβεντία 2. (για αγγεία ή άλλα πήλινα σκεύη) ο κατασκευασμένος κατά την χαρακτηριστική τής Φαβεντίας τέχνη, φαγεντιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φαβεντία. Το θηλ. φαβεντιανή μαρτυρείται από το 1897 στο περιοδικό… …   Dictionary of Greek

  • φαγεντιανός — φαγεντιανός, ή, ό και φαβεντιανός, ή, ό 1. αυτός που προέρχεται από τη γαλλική πόλη Φαγιάνς ή από την ιταλική πόλη Φαέντσα (άλλοτε Φαβεντία). 2. κεραμικά προϊόντα με στιλπνή ζωγραφισμένη ή βερνικωμένη επιφάνεια ή με ανάγλυφη σμαλτωμένη διακόσμηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”